- λεπταισθησία
- ηη ικανότητα να διακρίνει κανείς το ωραίο, η αίσθηση του λεπτού γούστου: Όλα του τα έργα διακρίνονται από λεπταισθησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεπταισθησία — η 1. το να έχει κάποιος λεπτά αισθήματα 2. το να έχει κανείς λεπτό γούστο, η οξεία αίσθηση τού καλού γούστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπταίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
λεπταίσθητος — η, ο αυτός που χαρακτηρίζεται από λεπταισθησία: Αυτός ο ζωγράφος είναι λεπταίσθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεπτούργημα — το, ατος αντικείμενο κατασκευασμένο με λεπταισθησία, κομψοτέχνημα: Αυτό το λεπτούργημα αξίζει μια περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)